αυθόμαιμος

αυθόμαιμος
αὐθόμαιμος, -ον (Α)
από το ίδιο αίμα, συγγενής εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + όμαιμος. Η λ. αυθόμαιμος χρησιμοποιείται ως επιτεταμένος τ. του όμαιμος (πρβλ. σύναιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐθόμαιμος — ὅμαιμος of the same blood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • φιλαυθόμαιμος — ον, Α (ποιητ. τ.) φιλάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αὐθόμαιμος «συγγενής εξ αίματος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”